- γνωρίζω
- και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω)1. έχω μάθει, ξέρω κάτι2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον5. επαναφέρω στη μνήμη μου, αναγνωρίζωμσν.- νεοελλ.Ι. 1. γνωρίζω ως ερωτικό σύντροφο, έχω σαρκική σχέση2. ξεχωρίζω, διακρίνω3. (για σφάλμα) αναγνωρίζω, ομολογώ4. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαιII. παθ. γνωρίζομαι (AM γνωρίζομαι)1. αναγνωρίζομαι από κάποιον2. έχω γνωριμία, κοινωνικές σχέσεις με κάποιον («ἐγνωρισμένοι αὐτῷ» — που είχαν γνωριστεί μ' αυτόν).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. γνωρίζω, όπως εξάλλου και το επίθ. γνώριμος, πιθ. προήλθε από ουσ. *γνώρον < (θ.) γνω- (γιγνώσκω) + (επίθημα) -ρ-. Το ρήμα διατηρήθηκε και χρησιμοποιείται παράλληλα προς το συνώνυμό του ξέρω* στη νέα Ελληνική αντικαθιστώντας τα αρχ. γιγνώσκω* και οίδα*. Ο νεοελλ. τ. εγνωρίζω ανήκει στους ρηματικούς τύπους οι οποίοι, έχοντας αύξηση ε- στους ιστορικούς χρόνους, διατήρησαν αυτήν και στους αρκτικούς μετά από λέξεις που έληγαν σε -ν ή -ς πρβλ. μάς έβλεπε, τόν έδειρε και μάς εβλέπει, τόν εδέρνει. Το ίδιο συμβαίνει και στον τ. ηγνωρίζω, με προσθήκη τού η- αντί τού ε- (πρβλ. διαλεκτ. ηστέλλω, ηχτίζω, ηγαπώ κ.ά.).ΠΑΡ. γνώρισις, γνώρισμα, γνωρισμός, γνωριστής, γνωριστικός.ΣΥΝΘ. αναγνωρίζωαρχ.εξαναγνωρίζω, επιγνωρίζω, προγνωρίζω, συγγνωρίζωνεοελλ.καλογνωρίζω, μισογνωρίζω, ξαναγνωρίζω, παραγνωρίζω, πρωτογνωρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.